- δουλοφρων
- δουλόφρωνδουλό-φρων2, gen. ονος с рабским образом мышления
(Aesch. - v. l. οὐλόφρων)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Aesch. - v. l. οὐλόφρων)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δουλογνώμων — δουλογνώμων, ον (Α) δουλόφρων, δουλοπρεπής … Dictionary of Greek
δουλόφρονας — ο, η (Μ δουλόφρων, ον) αυτός που έχει φρόνημα δούλου, χαμερπής, ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δούλος + φρων < φρην] … Dictionary of Greek
δουλόψυχος — δουλόψυχος, ον (AM) δουλόφρων … Dictionary of Greek